κατάγραπτα

κατάγραπτα
κατάγραπτος
striped
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάγραπτος — κατάγραπτος, ον (Μ) 1. ραβδωτός, ριγωτός («ὁ κατάγραπτος, ἤγουν ὡς ἡ κοινή ὁμιλία λαλεῑ, γραμμιστός», Ευστ.) 2. ποικίλος, με διαφορετικά χρώματα («σῡκα κατάγραπτα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γραπτός (< γραπτός < γράφω «ζωγραφίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”